- θεηδόχος
- θεηδόχος, -ον (Α)(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*)1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενο-δόχος, υδρο-δόχος).
Dictionary of Greek. 2013.